ἀποθήκης

ἀποθήκης
ἀ̱ποθήκης , ἀποθέω
run away
plup ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀποθήκη
any place wherein to lay up
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λογιστική — Οικονομικό διοικητική επιστήμη, σχετική με την τήρηση των λογαριασμών, δηλαδή την εκτίμηση και την καταχώριση σε νομισματικές μονάδες της κίνησης αξιών, η οποία απορρέει από την οικονομική δραστηριότητα, την ταξινόμηση της κίνησης αυτής και την… …   Dictionary of Greek

  • ορρεοπραιποσιτία — ὁρρεοπραιποσιτία, ἡ (Α) το έργο και το αξίωμα τού προϊσταμένου αποθήκης σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreorum praepositi «προϊστάμενοι αποθήκης σιτηρών» < horreum «αποθήκη σιτηρών» + praepositus, μτχ. τού praepono «προΐσταμαι»] …   Dictionary of Greek

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • αμπαρτζής — ο επιστάτης αποθήκης, αποθηκάριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ambarci «αποθηκάριος»] …   Dictionary of Greek

  • αποθηκάριος — ο [αποθήκη] νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος, ο εντεταλμένος για την εποπτεία, τη διαχείριση της αποθήκης 2. στρ. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με τη φύλαξη και διανομή στρατιωτικού υλικού ή τροφίμων στους οπλίτες …   Dictionary of Greek

  • βαγενάς — ο 1. αυτός που κατασκευάζει βαγένια, ο βαρελάς 2. μοναχός, επιστάτης της αποθήκης κρασιού του μοναστηριού …   Dictionary of Greek

  • ευθύμιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. ο Μέγας, ο όσιος (Μελιτηνή Αρμενίας 377 – Παλαιστίνη 473). Μορφωμένος ασκητής, ίδρυσε πολλά μοναστήρια στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιανουαρίου. 2. Επίσκοπος Σάρδεων (; – 824).… …   Dictionary of Greek

  • θησαυροφύλακας — ο (ΑΜ θησαυροφύλαξ) φύλακας θησαυρού νεοελλ. 1. αυτός που διευθύνει θησαυροφυλάκιο 2. μτφ. αυτός που συντηρεί κάτι σαν θησαυρό («παθῶν θησαυροφύλακας», Παλαμ.) μσν. ταμίας και διαχειριστής κοινότητας, κράτους, ηγεμόνα κ.λπ. αρχ. πάπ. φύλακας… …   Dictionary of Greek

  • ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

  • ιστιοδέτης — ὁ ναυτ. σχοινί, με μήκος πέντε ή έξι οργιές, κατάλληλο για το δέσιμο τών ιστίων, κν. σάγουλα τών πανιών τής αποθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + δέτης (< δέω[ΙΙ]), πρβλ. αγκυρο δέτης, λαιμο δέτης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”